ἐπινίσσεται

ἐπινίσσεται
ἐπινίσσομαι
go over
pres ind mp 3rd sg
ἐπινίσσομαι
go over
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επινίσσομαι — ἐπινίσσομαι, (Α) 1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.) 2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. τού νέομαι «επανέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στερνούχος — ον, Α (για την γη) αυτός που έχει μεγάλες και εύφορες πεδιάδες («πεδίων ἐπινίσσεται... στερνούχου χθονός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + οῦχος* (< ἔχω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”